Ὑστάσπῃ

Ὑστάσπῃ
Ὑστάσπης
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ὑστάσπη — Ὑστάσπης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ὑστάσπης masc acc sg (attic epic doric) Ὑστάσπης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαρεικός — Χρυσό βασιλικό νόμισμα των Aχαιμενιδών Περσών, που το έκοψε πρώτος ο Δαρείος Α’, γιος του Υστάσπη (521 485 π.Χ.). Ήταν από καθαρό χρυσάφι, είχε ακριβώς το ίδιο βάρος με τον αθηναϊκό στατήρα και ισοδυναμούσε με 20 αττικές δραχμές. Στη μία όψη του… …   Dictionary of Greek

  • τάλαντο — Μονάδα βάρους. Αρχικά σήμαινε ζυγαριά, έπειτα όμως και οτιδήποτε ζυγίζεται, επομένως και μονάδα βάρους ή ορισμένο χρηματικό ποσόν, που ήταν διαφορετικό κατά τόπους. Είναι αδύνατο να καθοριστεί το βάρος του ομηρικού τ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο… …   Dictionary of Greek

  • Γαυμάτας — (; – 521 π.Χ.). Πέρσης ηγεμόνας. Ήταν αδελφός του μάγου Πατιζείθη, ο οποίος ανέλαβε την περίοδο της απουσίας του Καμβύση τη διοίκηση των ανακτόρων και αναγόρευσε τον αδελφό του Γ. βασιλιά, διαδίδοντας στον λαό ότι πρόκειται για τον νεότερο αδελφό …   Dictionary of Greek

  • Δαρείος — Όνομα Περσών βασιλιάδων της δυναστείας των Αχαιμενιδών. 1. Δ. Α’, ο Μέγας (; 486 π.Χ.). Βασιλιάς των Περσών (522 486). Υπήρξε χωρίς αμφιβολία ο σπουδαιότερος από τους τρεις συνώνυμους Πέρσες βασιλιάδες και το πέρασμά του άφησε τα πιο βαθιά ίχνη… …   Dictionary of Greek

  • Ζωροάστρης ή Ζαρατούστρας — (7ος αι. π.Χ.). Ιδρυτής του ζωροαστρισμού, περσικής θρησκείας που διήρκησε έως την ισλαμική κατάκτηση. Η έννοια του ονόματος Ζ. δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί· η πιθανότερη ετυμολογία είναι ίσως ο άνθρωπος με τις γέρικες καμήλες. Μερικοί μελετητές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”